χαρτονόμισμα

χαρτονόμισμα
Oνομάζεται το εκδιδόμενο είτε απευθείας από το κράτος, είτε σε τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την εκδοτική τράπεζα στα οποία ο νόμος προσδίδει την ιδιότητα του νόμιμου νομίσματος, επιβάλλοντας την παραδοχή τους σε νόμιμη εξόφληση υποχρεώσεων. Βάση του χ. δεν είναι τα πολύτιμα μέταλλα ή αυτούσια μεταλλικά νομίσματα ή ισοδύναμα νομίσματα ή εξωτερικό συνάλλαγμα κλπ., ως κάλυμμα της έκδοσής του, αλλά μόνο η πίστη του κράτους που το εκδίδει και ως προς αυτό διαφέρει από το τραπεζογραμμάτιο, το οποίο αντιπροσωπεύει το μεταλλικό απόθεμα ή κάλυμμα με το οποίο ανταλλάσσεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Στην Ελλάδα εκδόθηκε από τον Καποδίστρια χ. διά της Χρηματιστηριακής Τράπεζας με τον τύπο τραπεζικών γραμματίων, αυτά δε τα τραπεζικά γραμμάτια είχαν ως μόνο κάλυμμα την κρατική πίστη. Η διάκριση ανάμεσα στη νόμιμη και στην αναγκαστική κυκλοφορία του χ. βασίζεται αρχικά στη μετατρεψιμότητα του τραπεζογραμματίου. Αυτό γίνεται υποχρεωτικά δεκτό ως νόμιμο μέσο πληρωμών, είναι εξαργυρωτέο εν όψει με μεταλλικό νόμισμα και τότε δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο χρυσό και στο χάρτινο νόμισμα. Αλλά η εν όψει εξαργύρωση του τραπεζογραμματίου προϋποθέτει ότι η εκδοτική τράπεζα διαθέτει, ως κάλυμμα του χ., ποσό αρκετό για να ικανοποιήσει την τυχόν ζητούμενη εξαργύρωση. Αλλά όταν, λόγω υπερβολικής κυκλοφορίας τραπεζογραμματίων, αυτό αποβαίνει ανέφικτο, λόγω ανεπάρκειας του μεταλλικού αποθέματος της τράπεζας, η αναγκαστική κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων επιβάλλεται με νόμο και επιπροστίθεται στη νόμιμη κυκλοφορία του, τότε δε το τραπεζογραμμάτιο γίνεται απλό χ., οπότε παύει πλέον να είναι εξαργυρωτέο επί τη εμφανίσει με μεταλλικό νόμισμα. Με τη νόμιμη κυκλοφορία η αξία της νομισματικής μονάδας καθορίζεται επάνω σε βάση ορισμένης αναλογίας βάρους χρυσού, την οποία μπορεί να πάρει κάποιος μετατρέποντας το τραπεζογραμμάτιο στην εκδοτική τράπεζα, ενώ με την αναγκαστική κυκλοφορία, αν και είναι καθορισμένη η ονομαστική τιμή της νομισματικής μονάδας, και μάλιστα όπως είχε πριν από την επιβολή της αναγκαστικής κυκλοφορίας, σύμφωνα με τη νόμιμη κυκλοφορία, η τιμή αυτή, στην πραγματικότητα, ρυθμίζεται από τη χρηματιστηριακή αγορά και έτσι το χ. υποτιμάται σε συσχέτιση με το υγιές νόμισμα, αυτή δε η υποτίμηση σε μερικά κράτη, μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, έφτασε μέχρι τον τέλειο εξευτελισμό του. Η αναγκαστική κυκλοφορία έχει συνήθως αιτία την πληθωρική έκδοση χ. για τις ανάγκες του κράτους, αλλά καταλήγει με την υποτίμηση του νομίσματος στην επιβάρυνση του λαού και είναι μέσο αναγκαστικού δανείου ή μάλλον συγκαλυμμένης φορολογίας, γιατί οι κάτοχοι του χ. στην πραγματικότητα μεταβάλλονται σε φορολογουμένους. Η αποφυγή από αυτή τη φορολογία επιζητήθηκε από τους μάλλον επιτήδειους ή προνοητικούς, με συμφωνίες οι οποίες διελάμβαναν ρήτρα περί υποχρέωσης εις χρυσόν ή ανάληψης του βάρους ενδεχόμενων διαφορών ως προς το υγιές νόμισμα. Από αυτή τη ρήτρα γεννήθηκαν ζητήματα που απασχόλησαν πολύ τη νομολογία πολλών χωρών. Χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ. Καναδικό χαρτονόμισμα.
* * *
το, Ν
(οικον.) μορφή χρήματος, από ειδικής ποιότητας χαρτί, συνήθως μεγαλύτερης αξίας από τα κέρματα, με την οποία καλύπτεται ο κύριος όγκος τής νομισματικής κυκλοφορίας, αλλ. τραπεζογραμμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + νόμισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 σε Ψήφισμα τής Ελληνικής Κυβερνήσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαρτονόμισμα — το, ατος χάρτινο νόμισμα, τραπεζογραμμάτιο που κυκλοφορεί αντί για νόμισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Χαρτονομισμάτων Ιονικής Τράπεζας (Κερκύρας) — Το μοναδικό στην Ελλάδα, και ένα από τα ελάχιστα του είδους του στον κόσμο, Μουσείο Χαρτονομισμάτων λειτουργεί από το 1981 στο ανακαινισμένο παραδοσιακό κτίριο του αρχιτέκτονα Ιωάννη Χρόνη, όπου το 1845 λειτούργησαν για πρώτη φορά τα γραφεία της… …   Dictionary of Greek

  • σιχνάτσα — και συχνάτσα, η, Ν 1. χαρτονόμισμα που έχει χάσει την αξία του 2. μτφ. (για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότερο τ. ασσιγνάτσια < γαλλ. assignat «χαρτονόμισμα»] …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ακάλυπτος — η, ο (Α ἀκάλυπτος, ον) [καλυπτός] 1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος «πηγάδι ακάλυπτο» 2. γυμνός «σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα» 3. ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός 5. (χώρος) που μένει… …   Dictionary of Greek

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • εικοσ(ι)πεντάρι — το 1. παλιό χαρτονόμισμα αξίας εικοσιπέντε δραχμών 2. σύνολο εικοσιπέντε μονάδων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”